- καλεσίχορος
- κᾰλεσίχορος [pron. full] [ῐ], ον, only in [dialect] Ep. form [pref] καλεσς-:A calling forth the dance, calling to the dance,
Βρόμιος Orph.L.718
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Βρόμιος Orph.L.718
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καλώ — (AM καλῶ, έω, Α αιολ. τ. κάλημι) 1. ζητώ από κάποιον να έρθει κοντά μου (α. «κάλεσε την πυροσβεστική γρήγορα» β. «εἰς ἀγορὴν καλέσαντα... Ἀχαιούς», Ομ. Οδ.) 2. προσκαλώ κάποιον για χορό, δείπνο, γιορτή κ.λπ., συγκεντρώνω άτομα με πρόσκληση (α.… … Dictionary of Greek